- προπαιδευτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαιδεία: Προπαιδευτικό έτος σπουδών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προπαιδευτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπαίδευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπαιδεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Ιωάνν. Φιλήμονα] … Dictionary of Greek